- διαστροφέας
- [-εύς (-εως)] ο1) тот, кто искажает, извращает; 2) развратитель
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
διαστροφέας — ο αυτός που διαστρεβλώνει, παραμορφώνει, διαφθείρει: Ο διαστροφέας των λόγων του κατηγορήθηκε για συκοφαντία … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
διαστροφέας — ο, η (Μ διαστροφεύς) 1. αυτός που διαστρέφει, διαστρεβλώνει κάτι 2. αυτός που κάνει χειρότερο κάτι, διαφθορέας («οἱ δὲ... διαστροφέως πεπειραμένοι», Ευσ.) … Dictionary of Greek
παρατρωτής — ὁ, Α [παρατιτρώσκω] διαστροφέας, διαστρεβλωτής, παραχαράκτης … Dictionary of Greek
παραχαράκτης — ο, ΝΜΑ, παραχαρακτής Α [παραχαράσσω] ο κατασκευαστής κίβδηλων νομισμάτων, ο κιβδηλοποιός νεοελλ. μσν. συνεκδ. αυτός που αλλοιώνει, που διαστρέφει, που παραποιεί, ο διαστροφέας («παραχαράκται τῆς ἀληθείας», Ευστ.) … Dictionary of Greek